- κουφοδρομώ
- (για νόσο) προσβάλλω κάποιον κρυφά, λανθάνω.[ΕΤΥΜΟΛ. < κουφ(ο)- (Ι)* + -δρομώ (< δρόμος), πρβλ. λοξο-δρομώ, πελαγο-δρομώ].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
κουφ(ο)- — (I) (Μ κουφ[ο] ) α συνθετικό λέξεων που δηλώνει ότι το β συνθετικό: δεν ακούει καθόλου, πάσχει από κώφωση (πρβλ. κουφ αηδόνι, κουφ άλογο) ή προκαλεί την κώφωση (πρβλ. κουφο λάχανο). Με τα σύνθετα τής ομάδας αυτής, που ανάγονται στο επίθ. κουφός… … Dictionary of Greek